- καταδοχῇ
- καταδοχήreceiving backfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδοχή — καταδοχή, ἡ (AM) μσν. η παραλαβή κληρονομιάς αρχ. 1. η εκ νέου παραδοχή, η υποδοχή κάποιου που επιστρέφει 2. η είσοδος τής ψυχής στο σώμα 3. δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δοχή (< δέχομαι), πρβλ. παραδοχή, υπο δοχή] … Dictionary of Greek
καταδοχή — receiving back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδοχαί — καταδοχή receiving back fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδοχῆς — καταδοχή receiving back fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδοχήν — καταδοχή receiving back fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)